χλευάσει

χλευάσει
χλευάζω
jest
aor subj act 3rd sg (epic)
χλευάζω
jest
fut ind mid 2nd sg
χλευάζω
jest
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αχλεύαστος — η, ο (AM ἀχλεύαστος, ον) αυτός που δεν τον έχουν χλευάσει ή δεν είναι δυνατόν να τον χλευάσουν …   Dictionary of Greek

  • νεφελοκοκκυγία — η (Α νεφελοκοκκυγία) φανταστική πόλη που κατά τον Αριστοφάνη κτίσθηκε από πουλιά πάνω στα σύννεφα και με την οποία ο μεγάλος κωμικός θέλησε να παρουσιάσει σκωπτικά την πόλη τών Αθηνών και να χλευάσει την ανοησία τών πολιτών της νεοελλ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων …   Dictionary of Greek

  • προπηλακιστικός — ή, ό / προπηλακιστικός, ή, όν, ΝΑ [προπηλακιστής] (για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός 2. (για πράγμ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”